- κόριον
- (I)κόριον, δωρ. τ. κώριον, τὸ (Α)μικρό κορίτσι, κοριτσάκι («ὦ πονηρὰ κώρι' ἀθλίου πατρός», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. -ιον].————————(II)κόριον και κόρι, τὸ (Α)1. το φυτό κορίαννο ή κορίανδρο («οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο», Νίκ.)2. φρ. α) «κόριον ενυδρον» — το φυτό αδίαντοβ) «κόριον ἄγριον» — το φυτό καπνός, το καπνόχορτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίαννον* κατ' αποκοπήν, λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως με το κόρις «κοριός», που οφείλεται στην οσμή τού φυτού].
Dictionary of Greek. 2013.